sibarastatis_politi_logo
ΣΥΜΠΑΡΑΣΤΑΤΗΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
virus_logo
virus_logo

Για την αποφυγή συνωστισμού λογώ κορωνoιού η Εξυπηρέτηση των πολιτών από τις υπηρεσίες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας θα γίνεται με ηλεκτρονικό τρόπο και με φυσική παρουσία των πολιτών. Αν επιθυμείτε να κλείσετε ραντεβού, κάντε κλικ εδώ.

alert_logo
alert_logo


Μπορείτε να ενημερωθείτε για όλα τις έκτακτες και σημαντικές ανακοινώσεις που αφορούν την προστασία των πολιτών!
Ενημερωθείτε, προστατευτείτε και παραμείνετε ασφαλείς!

Μακεδονικός Αγώνας


Ο Μακεδονικός Αγώνας

Ο μακροχρόνιος και αιματηρός Μακεδονικός Αγώνας από την πλευρά των Βουλγάρων, το νεότευκτο κράτος των οποίων τελούσε υπό την προστασία των μεγάλων Ευρωπαϊκών δυνάμεων, είχε σκοπό την εξόντωση του ελληνισμού της Μακεδονίας και την πραγματοποίηση του σλαβικού ονείρου, την έξοδο δηλαδή της Βουλγαρίας στο Αιγαίο. Από την ελληνική πλευρά είχε σκοπό την εξουδετέρωση των σατανικών σχεδίων του σλαβισμού και την τόνωση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων της Μακεδονίας.
Ο Μακεδονικός Αγώνας, αν κριθεί από τις φάσεις και τ’ αποτελέσματά του, πρέπει να θεωρηθεί η μεγαλύτερη απελευθερωτική προσπάθεια της ελληνικής φυλής, ύστερα από τους αγώνες του 1821. Χωρίς τον Μακεδονικό Αγώνα, η Μακεδονία θα χανόταν οριστικά από την Ελλάδα και η Βουλγαρία με τη διεθνή υποστήριξη που είχε, χωρίς κανένα εμπόδιο, όχι μόνο θα έβγαινε στο Αιγαίο, αλλά θα περιόριζε το Ελληνικό Κράτος στα στενά όρια που είχε πριν από το 1912.

Μετά από την αποτυχία της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, οι Πανσλαβιστές, που δεν είχαν την τόλμη να ζητήσουν τουρκικά εδάφη, δημιούργησαν το “Μακεδονικό ζήτημα” και το μύθο για “Μακεδονική εθνότητα“.

Στις αρχές, η προσπάθειά τους αυτή είχε πανσλαβικό χαρακτήρα. Αργότερα όμως περιορίστηκε σε καθαρά βουλγαρικό, με σκοπό ν’ αλλοιώσουν το εθνικό φρόνημα των Μακεδόνων, να εκσλαβίσουν τη Μακεδονία, να πετύχουν την αυτονομία της και στο τέλος να την ενσωματώσουν στο βουλγαρικό βασίλειο, με τον ίδιο τρόπο που ενσωμάτωσαν την Ανατολική Ρωμυλία. Σ’ αυτό βοηθούσαν και οι συγκυρίες. Είχαν ήδη αρχίσει ν’ακούγονται επικίνδυνα οι τριγμοί του οικοδομήματος της απέραντης Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το 1904 σύμφωνα με τον ιστορικό Γ.Καφταντζή ήταν το κρίσιμο έτος για την τύχη του Ελληνισμού της Μακεδονίας: τα μεταρρυθμιστικά προγράμματα της Βιέννης και Μυρστέγης και η αποκορύφωση της βουλγαρικής επαναστατικής δραστηριότητας του 1903 (σαμποτάζ Θεσσαλονίκης, Ίλιντεν κ.τ.λ.) δημιούργησαν την εντύπωση της υπεροχής του σλαβικού στοιχείου στη Μακεδονία, ενώ ταυτόχρονα βρήκαν την Ελλάδα απομονωμένη και εξασθενημένη από τον άτυχο πόλεμο του 1897.

Η πιθανότητα όμως να γίνει αυτόνομη η Μακεδονία ή να χωριστεί διοικητικά σε εθνικές πλειοψηφίες με βάση αβέβαια στατιστικά στοιχεία, αφύπνισε την κυβέρνηση των Αθηνών και την ανάγκασε να εγκαταλείψει την παθητική πολιτική της. Άρχισε να οργανώνει αντάρτικες ομάδες και δίκτυα πληροφοριών, να ενισχύει την παιδεία, να στελεχώνει με ειδικούς οργανωτές αξιωματικούς τα προξενεία και γενικά να μεθοδεύει και να συντονίζει την άμυνα στην υπόδουλη Μακεδονία. Μυστικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία ήταν οι Σέρρες, όπου είχαν σχηματισθεί διάφορα ανταρτικά σώματα υπό τους Μακεδόνες οπλαρχηγούς ΓιαγκλήΔούκαΒλάχβεηΚαπετάν Μητρούση και Ανδρέα Μακούλη, τα οποία ανέπτυξαν πρωτοφανή εθνική δράση. Απ’αυτούς ο Γιαγκλής έδρασε στην περιφέρεια Νιγρίτας, ο καπετάν Δούκας γύρω από το Παγγαίο, ο Βλάχβεης στην περιφέρεια Σιδηροκάστρου και Ηράκλειας και ο Μακούλης στην επαρχία Σερρών.

Οι θηριωδίες στο μεταξύ των Βουλγάρων κατά των Ελλήνων της Μακεδονίας, όταν είδαν ότι η προπαγάνδα μόνη της δεν έφερνε θετικό γι’αυτούς αποτέλεσμα, ήταν απερίγραπτες. Οι φοβερές καταπιέσεις, ωστόσο, τα βασανιστήρια, οι εμπρησμοί και οι φριχτές δολοφονίες δεν φάνηκαν ικανές να αλλοιώσουν το εθνικό φρόνημα των Ελλήνων. Το ελεύθερο δε ελληνικό κράτος αναγνωρίζοντας την σθεναρή αντίσταση του πληθυσμού και τον υπεράνθρωπο αγώνα των ανταρτικών ομάδων, τους ενίσχυε διαρκώς στέλνοντας στην υπηρεσία του Προξενείου δραστήριους πατριώτες με όλα τα απαραίτητα εφόδια για το είδος της αποστολής τους. Έτσι τη δράση των ανταρτών σ’όλο το διάστημα του αγώνα διηύθυναν και ενίσχυαν ικανοί άνδρες, όπως ο Ίων Δραγούμης, ο Τσαμαδός, ο Στουρναράς, ο Φλωριάς κ.α.

Κατά τον ιερό αυτό αγώνα η σπουδαιότερη εστία του κινήματος, η πόλη των Σερραίων, ανέδειξε αληθινούς πατριώτες και ήρωες, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους για την ιερή ιδέα της απελευθέρωσης. Σ’ αυτό το πάνθεο των ηρώων του Μακεδονικού Αγώνα η αθανασία έδωσε εξέχουσα θέση σε δυο κυρίως άξια τέκνα των Σερρών: τον Καπετάν Μητρούση, των οποίων η δράση έγινε θρύλος και ο πατριωτισμός τους φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση.

Ο Μητρούσης Γκογκολάκης καταγόταν από το χωριό Χομόνδος. Με την εθνική του δράση έγινε ο φόβος των Βουλγάρων Κομιτατζήδων.

Μια μέρα το 1907 βουλγαρική συμμορία υπό τον αρχικομιτατζή Αραμπατζή, εκμεταλλευόμενη την απουσία του Γκογκολάκη, έβαλε φωτιά στο σπίτι του και κατέσφαξε ολόκληρη την οικογένειά του. Ο Μητρούσης όταν επέστρεψε κι αντίκρυσε το θλιβερό θέαμα των πτωμάτων των αγαπημένων του, ορκίστηκε εκδίκηση.

Συγκρότησε σύντομα δικό του αντάρτικο σώμα και άρχισε τη δίωξη των κομιτατζίδων. Στο πλευρό του πολεμούσαν ο παιδικός του φίλος Αθανάσιος Γιοβάνης, ο συμπατριώτης του Μιχάλης Ουζούνης, ο Νικόλαος Παναγιώτου από το Αγρίνιο και ο Θεόδωρος Τουρλεντές από το Λεοντάριο. Στις 13 Ιουλίου 1907, ημέρα Παρασκευή, ο Καπετάν Μητρούσης κυνηγώντας με τα παλικάρια του τους Βουλγάρους μπήκε στις Σέρρες και κρύφτηκε στο σπίτι του Παπαθανάση, ιερέα του ναού της αγίας Ευαγγελίστριας στα Κάτω Καμενίκια. Η παραμονή του όμως στην πόλη προδόθηκε στους Τούρκους και αμέσως 12.000 τούρκοι στρατιώτες κύκλωσαν τη συνοικία. Ο Καπετάν Μητρούσης τότε εγκατέλειψε το σπίτι του και κατέφυγε με τους 5 άνδρες του στο καμπαναριό της εκκλησίας. Άρχισε τότε μια άνιση μάχη με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο από τους συντρόφους του, ενώ οι άλλοι τρεις βαριά πληγωμένοι έπεσαν αιχμάλωτοι στους Τούρκους. Ο Καπετάν Μητρούσης αγωνίστηκε μόνος μέχρις εσχάτων. Αφού σκότωσε δεκάδες Τούρκων και τέλειωσαν τα πυρομαχικά του αυτοκτόνησε με το μαχαίρι του, για να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων (14 Ιουλίου 1907). Ο θάνατός του σύντομα έγινε θρύλος και τραγούδι που τραγουδούσαν επί πολλά χρόνια οι Σερραίοι. “Μητρούσης καπετάνιος, θεόν παρακαλεί να έμβρει μες στα Σέρρας, να σύρη το σπαθί!ΜΗΤΡΟΥΣΗΣ 
Νύχτες σκοτεινές, κανένα αστέρι 
στον ορίζοντα, βογγούσαν τα ουράνια, 
τρίζαν τα δέντρα από τη μαύρη 
σκλαβιά το ποτάμι της ελπίδας 
πότιζε τα αιματοβαμμένα μονοπάτια 
της Μακεδονικής γης. 
Στην Ευαγγελίστρια, εκκλησία των Σερρών, 
λάμπει, αγνέ Μακεδονομάχε, η υπεράνθρωπη 
δύναμη της λεβεντιάς σου… 
Ψηλά στο καμπαναριό με τους δικούς σου 
πήρες τη νίκη της Ελληνικής ψυχής… 
Η Ελλάδα χρωστάει πολλά σ’ εσένα… 
Οι θρήνοι των σκλαβωμένων… 
Οι καπνοί από τα κατεστραμμένα, 
ξεκληρισμένα χωριά σε έστησαν 
στον Ολύμπιο θρόνο της σκέψης. 
“Δάφνες της Μακεδονίας” Ν.Κοντού 

Ο Στέργιος Βλάχβεης γεννήθηκε στην Ηράκλεια και διαδέχτηκε τον Θ. Χατζηπανταζή στην αρχηγία του αντάρτικου σώματος της Τζουμαγιάς. Ήταν από τους πρώτους αντάρτες του Μακεδονικού Αγώνα. Έδρασε στη Χαλκιδική και στην περιοχή της λίμνης Αχινού. Με τον Νάσο Φεγγαρά στις 13 Σεπτεμβρίου 1907 ανέλαβε και πραγματοποίησε την εκτέλεση του καταδότη Ντίγκα που πρόδωσε τον καπετάν Μητρούση και τα παλικάρια του στις Τουρκικές αρχές ένα μήνα πριν. Στις 22 Ιουλίου 1908 έφτασε στις Σέρρες. H ομάδα του ήταν η πρώτη που παραδόθηκε επίσημα στην πόλη. Η Ελληνική κυβέρνηση του απένειμε αναμνηστικό μετάλλιο και τον ανέγραψε στην επετηρίδα των Μακεδονομάχων.

Ο Δούκας Δούκας ήταν εύπορος Σερραίος βιομήχανος. Είχε ιδιόκτητο κλωστήριο και μεγάλο κατάστημα στις Σέρρες. Ένθερμος πατριώτης, το 1904 εγκατέλειψε οικογένεια και πλούτη και πήγε στην Αθήνα, όπου κατατάχθηκε σαν απλός αντάρτης στο Σώμα του Αξιωματικού Τσόντου Βάρδα. Πολέμησε και διακρίθηκε στη Δυτική Μακεδονία από το 1904 μέχρι το 1905, οπότε επανήλθε στις Σέρρες και ανέλαβε το σχηματισμό δικού του Σώματος με δράση στην περιοχή των Σερρών, Ζίχνης, Παγγαίου, όπου έγραψε σελίδες ηρωισμού.

Ο οπλαρχηγός Χατζηπανταζής καταγόταν από τη Σκοτούσα. Το Σώμα του έδρασε στην περιοχή Σερρών. Το Σεπτέμβριο του 1904 σε μια άγρια συμπλοκή με τους Βουλγάρους στο ναό του Αγίου Παντελεήμονα στις Σέρρες, ο Χατζηπανταζής σκοτώθηκε, αφού προηγουμένως εξόντωσε τρεις επικίνδυνους Βουλγάρους. Την αρχηγία του Σώματος τότε ανέλαβε ο Στ. Βλάχβεης, ενώ η χήρα του Χατζηπανταζή, η καπετάνισσα Σοφία, παρέμεινε στο Σώμα μέχρι το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα.
Ο Παπαπασχάλης ήταν εφημέριος στο Λειβαδοχώρι, τη γενέτειρα του. Οι κομιτατζήδες σκότωσαν τους γονείς του κι άλλους συγγενείς. Τότε ο Παπαπασχάλης συγκέντρωσε γύρω του εννέα παλικάρια, συγγενείς και συγχωριανούς και ανακηρύχθηκε αρχηγός με το ψευδώνυμο καπετάν Ανδρούτσος. Ανέλαβε διμέτωπο αγώνα εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων. Μετά από 4 μήνες όμως, το Φεβρουάριο του 1907 και μετά την προδοσία Τούρκου ψευτοφίλου του, κυκλώθηκε από μεγάλη στρατιωτική δύναμη στο χωριό Νικόκλεια. Από την τρίωρη μάχη ο καπετάν Ανδρούτσος τραυματίστηκε βαριά.

Εξακολουθούσε όμως να πολεμάει ενώ πλάι του έπεφταν ο ένας μετά τον άλλο οχτώ από τους συντρόφους του. Προσπάθησε με τα πυρά του να διευκολύνει τη διαφυγή τριών άλλων οι οποίοι και διασώθηκαν. Μετά την τελευταία του σφαίρα οι Τούρκοι τον βρήκαν ημιθανή από την αιμορραγία. Τον αποτελείωσαν με λογχισμούς και τον πέταξαν σε έναν λάκκο.

Η ηρωϊκή και αγνή μορφή του Παπαπασχάλη θα είχε απομείνει τελείως άγνωστη, αν έλειπε η έκθεση του Έλληνα Προξένου των Σερρών της 27ης Φεβρουαρίου 1907.
Στο Μακεδονικό αγώνα πολύτιμες υπηρεσίες πρόσφερε και ο Μουσικογυμναστικός Σύλλογος “ΌΡΦΕΥΣ“, που ιδρύθηκε το 1905 και διακρίθηκε για την καλλιτεχνική, αθλητική και κυρίως εθνική του δράση. Ο πραγματικός άλλωστε σκοπός της ίδρυσής του ήταν εθνικός, η δε διδασκαλία της μουσικής και δραματικής τέχνης ήταν το πρόσχημα της ίδρυσής του. Στα υπόγεια των Γραφείων του Συλλόγου γίνονταν συχνά συγκεντρώσεις των μελών του, όπου λαμβάνονταν διάφορες αποφάσεις για την πορεία του αγώνα και καταστρώνονταν σχέδια μύησης όλων των Σερραίων στον ιερό αγώνα.

Ο Σύλλογος για να καλύψει την ενεργό του συμμετοχή στον αγώνα έδινε διάφορες θεατρικές παραστάσεις και γενικά ανέπτυσσε αξιόλογη καλλιτεχνική δράση μέχρι το 1913. Η περίοδος όμως 1913-18 ήταν ένα διάλειμμα στη δράση του ‘Ορφέα’. Μόνον το 1919 έγινε η επανασύστασή του και ξαναβρήκε την παλιά αίγλη του. Από το 1925 μάλιστα σημείωσε εξαιρετική καλλιτεχνική πρόοδο και απέκτησε άριστη μαντολινάτα, μπάντα και χορωδία.

Και σήμερα ο Ορφέας, συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοσή του, συμμετέχει στις καλλιτεχνικές και μουσικές εκδηλώσεις που οργανώνονται στην πόλη των Σερρών.

Βαλκανικοί Πόλεμοι

    Στις 30/5/1913 υπογράφεται στο Λονδίνο η Συνθήκη Ειρήνης ανάμεσα στην ηττημένη Τουρκία και στους βαλκανικούς συμμάχους. Στα παρασκήνια ωστόσο προετοιμάζονται άλλα γεγονότα, με αποτέλεσμα την εποχή που τελείωνε ο Α’ Βαλκανικός Πόλεμος να αρχίζει ένας δεύτερος, που αν και ονομάσθηκε Β’ Βαλκανικός πόλεμος, για την Ελλάδα ήταν ο πόλεμος κατά της Βουλγαρίας.

Κατά τον Α’ Βαλκανικό πόλεμο απελευθερώθηκε η Νιγρίτα από τμήματα του Ελληνικού στρατού που εκδίωξαν τους Τούρκους της περιοχής στις 22/10/1912. Στις 20/2/1913 όμως οι Βούλγαροι επιτέθηκαν εναντίον της πόλης με σημαντικές δυνάμεις στρατού. Ο Ελληνικός στρατός που υπεράσπιζε την Νιγρίτα, μετά από τριήμερη σκληρή μάχη ανάγκασε τους Βουλγάρους να υποχωρήσουν προς τις Σέρρες.

Μετά τις ιστορικές μάχες του Κιλκίς και Λαχανά, ο βούλγαρος διοικητής των Σερρών, στρατηγός Βουλκώφ έλαβε διαταγή να εγκαταλείψει την πόλη με όλες τις βουλγαρικές αρχές και να φύγει προς τη Σόφια. Πραγματικά την 21η Ιουνίου ο Βουλκώφ μπροστά στο φόβο της προέλασης του Ελληνικού Στρατού που είχε φθάσει στην αντίπερα όχθη του Στρυμόνα, εγκατέλειψε τις Σέρρες και έφυγε προς το Σιδηρόκαστρο, όπου είχε πληροφορηθεί ότι κατευθυνόταν οπισθοχωρώντας ο Βουλγαρικός στρατός.

Πραγματικά στο Σιδηρόκαστρο είχαν συγκεντρωθεί όλα τα ανατολικά του Στρυμόνα βουλγαρικά τμήματα (44 Τάγματα) μετά την αγγελία της ήττας των Βουλγάρων στις μάχες του Κιλκίς και Λαχανά. Στις 26 Ιουνίου η έβδομη και έκτη Μεραρχία (δηλ. τμήματα της στρατιάς του Μανουσάκη) επιτέθηκαν εναντίον των Βουλγάρων και έδωσαν σκληρή μάχη που κατέληξε στις 27 Ιουνίου σε νίκη των Ελληνικών Μεραρχιών και την υποχώρηση της στρατιάς του Ιβάνωφ προς τη Στρώμνιτσα. Στο μεταξύ πριν φύγουν οι Βούλγαροι από την πόλη έδειξαν για μια ακόμη φορά όλη την εκδικητική τους μανία στον άμαχο πληθυσμό. Έσφαξαν το Μητροπολίτη Σιδηροκάστρου, 2 ιερείς, 100 προκρίτους και πολλά γυναικόπαιδα. Ο Μητροπολίτης μάλιστα βρέθηκε από τους Έλληνες φριχτά ακρωτηριασμένος. Του είχαν αφαιρεθεί οι τρίχες του προσώπου και του κεφαλιού, πράγματα που προδίδουν το φρικτό μαρτύριο προ του θανάτου του. Τέτοιες σκηνές η πόλη επρόκειτο να γνωρίσει και πάλι το 1917.

Πριν εγκαταλείψουν οι Βούλγαροι την πόλη των Σερρών κατέστρεψαν και τις γέφυρες του Στρυμόνα, επιβραδύνοντας έτσι την προέλαση του Ελληνικού στρατού, ο οποίος δεν μπόρεσε να ελευθερώσει την πόλη. Οι Σέρρες ανυπεράσπιστες αφέθηκαν στο έλεος των άγριων κομιτατζήδων, που επανέλαβαν και εδώ την τακτική τους, της σφαγής αθώων κατοίκων και της πυρπόλησης της πόλης. Κάηκαν τότε 18 περίπου εκκλησίες και σφάχτηκαν εκατοντάδες Σερραίων. Οι σκηνές αυτές της φρίκης συνεχίστηκαν μέχρι το απόγευμα της 28ης Ιουνίου, οπότε οι Βούλγαροι άρχισαν να φεύγουν προς τη Σόφια, γιατί έφτανε η είδηση περί προέλασης του Ελληνικού στρατού. Φεύγοντας όμως συνέλαβαν πολλούς προκρίτους της πόλης, τον Γυμνασιάρχη Παπαπαύλου, τον γιατρό Χρυσάφη, τον φαρμακοποιό Φωκά, τον διευθυντή της Τράπεζας Αθηνών Σταμούλη κ.α. Τα πτώματά τους βρέθηκαν αργότερα στο δρόμο προς το Λιμπούνοβο.

Στο μεταξύ ο ελληνικός στρατός, αφού με πολύ κόπο κατόρθωσε να επιδιορθώσει τη γέφυρα του Στρυμόνα, άρχισε την προέλασή του προς τις Σέρρες. Το μεσημέρι της 29ης Ιουνίου 1913 μπήκε στις Σέρρες, που είχε παραδοθεί από τους Βουλγάρους στις φλόγες και απελευθέρωσε τις Σέρρες από το διπλό ξενικό ζυγό.

Με την ένδοξη περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων του 1912-13 συμπίπτει και η Συγκρότηση της Χ’ Μεραρχίας, της οποίας έδρα είναι η πόλη των Σερρών.

Οι Σερραίοι τρέφουν μεγάλη συμπάθεια για την ηρωική Χ’ Μεραρχία, που αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι έχουν δώσει το όνομά της σε κεντρική οδό της πόλης τους.

Η Χ’ Μεραρχία συγκροτήθηκε κατόπιν διαταγής του Βασ. Κωνσταντίνου την 22α Μαρτίου του 1913, δηλαδή λίγο πριν την κήρυξη του πολέμου κατά των Βουλγάρων. Ο σκοπός της συγκρότησής της ήταν η ενίσχυση του Στρατού της Μακεδονίας εν όψει του κινδύνου από τη στάση των Βουλγάρων, οι οποίοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως μοναδικούς συντελεστές της νίκης κατά των Τούρκων.

X’ Μεραρχία ανέπτυξε λαμπρή δράση στον Ελληνοβουλγαρικό Πόλεμο του 1913 και πρόσφερε άφθονο αίμα για την ολοκληρωτική απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι απώλειές της κατά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ήταν 17 νεκροί και 38 τραυματίες αξιωματικοί και 239 νεκροί και 914 τραυματίες οπλίτες. Συμμετείχε επίσης στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1919-22, καθώς και στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940-41.